Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
μπιζελιά με καρπούς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιζελιά οι μπιζελιές
      γενική της μπιζελιάς των μπιζελιών
    αιτιατική την μπιζελιά τις μπιζελιές
     κλητική μπιζελιά μπιζελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιζελιά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιζελιά θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία