Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοετής η μονοετής το μονοετές
      γενική του μονοετούς* της μονοετούς του μονοετούς
    αιτιατική τον μονοετή τη μονοετή το μονοετές
     κλητική μονοετή(ς) μονοετής μονοετές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοετείς οι μονοετείς τα μονοετή
      γενική των μονοετών των μονοετών των μονοετών
    αιτιατική τους μονοετείς τις μονοετείς τα μονοετή
     κλητική μονοετείς μονοετείς μονοετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοετής < μονο- + -ετής

  Επίθετο επεξεργασία

μονοετής, -ής, -ές

  1. που διαρκεί για ένα έτος
    μονοετής θητεία
  2. που ζει για ένα έτος
    το καλαμπόκι είναι μονοετές φυτό
  3. που η ηλικία του είναι ενός έτους

Συγγενικά επεξεργασία

μονοετής διετής τριετής τετραετής πενταετής εξαετής επταετής / εφταετής οκταετής / οχταετής εννιαετής / εννεαετής δεκαετής

  Μεταφράσεις επεξεργασία