Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπετονένιος η μπετονένια το μπετονένιο
      γενική του μπετονένιου της μπετονένιας του μπετονένιου
    αιτιατική τον μπετονένιο την μπετονένια το μπετονένιο
     κλητική μπετονένιε μπετονένια μπετονένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπετονένιοι οι μπετονένιες τα μπετονένια
      γενική των μπετονένιων των μπετονένιων των μπετονένιων
    αιτιατική τους μπετονένιους τις μπετονένιες τα μπετονένια
     κλητική μπετονένιοι μπετονένιες μπετονένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπετονένιος < μπετόν + -ένιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /be.toˈne.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπε‐το‐νέ‐νιος

  Επίθετο επεξεργασία

μπετονένιος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία