μπερδευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπερδευτικός (νεολογισμός) < μπερδεύ(ω) + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική confusing)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίθετο επεξεργασία
μπερδευτικός, -ή, -ό
- (αργκό) αυτός που σε κάνει να μπερδευτείς, σε κάνει μπερδεμένο, σε σύγχυση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπερδευτικός
|