μπελαντόνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπελαντόνα | οι | μπελαντόνες |
γενική | της | μπελαντόνας | — | |
αιτιατική | την | μπελαντόνα | τις | μπελαντόνες |
κλητική | μπελαντόνα | μπελαντόνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπελαντόνα θηλυκό
- (φυτό) το φυτό Άτροπος η δελεαστική → δείτε τη λέξη ἄτροπος
- (κατ’ επέκταση, φαρμακευτική) το καταπραϋντικό φάρμακο που παράγεται από το φυτό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπελαντόνα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μπελαντόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας