ατροπίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατροπίνη < Άτροπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατροπίνη θηλυκό
- (βοτανική): δηλητηριώδης χημική ουσία που παράγεται από το φυτό μπελαντόνα.
- (φαρμακευτική): ως φυσικό αλκαλοειδές χρησιμοποιείται σε θεραπευτικές αγωγές πριν από την αναισθησία, σε θεραπεία έλκους στομάχου, κολικού του νεφρού, της χολής κ.λπ.. υπαγόμενη στις αμιγείς ουσίες της κατηγορίας των αντιχολινεργικών.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατροπίνη
|