Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
      γενική του μπαχαρικού των μπαχαρικών
    αιτιατική το μπαχαρικό τα μπαχαρικά
     κλητική μπαχαρικό μπαχαρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαχαρικό < μπαχάρ(ι) + -ικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαχαρικό ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία