Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαχάρι τα μπαχάρια
      γενική του μπαχαριού των μπαχαριών
    αιτιατική το μπαχάρι τα μπαχάρια
     κλητική μπαχάρι μπαχάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κόκκοι μπαχαριού (ινδικό πιπέρι)

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαχάρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bahar < αραβική بهار (bahār, καρύκευμα) < περσική بهار (bahâr, άνοιξη, ανθός) < μέση περσική wahār (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /baˈxa.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐χά‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαχάρι ουδέτερο

  1. (μπαχαρικό) είδος μπαχαρικού που φτιάχνεται από αποξηραμένους καρπούς δέντρου της Καραϊβικής (Pimenta dioica), γνωστό και ως ινδικό πιπέρι
    ※  Το τάγιζεν η μάνα του / ψωμί με το μπαχάρι (ταχτάρισμα δημοτικό) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  2. οποιοδήποτε μπαχαρικό
    ※  Τα μπαχάρια αδυνατίζουν (εφημερίδα Τα Νέα, Ένθετο «Υγεία», 3 Ιουλ. 2008)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία