Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπασταρδεύω < μπάσταρδος

  Ρήμα επεξεργασία

μπασταρδεύω

  1. (μεταβατικό) νοθεύω
    τώρα τελευταία έχουν μπασταρδέψει και τον καφέ
  2. (αμετάβατο) αλλάζω χαρακτήρα προς το χειρότερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία