Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπάσταρδος η μπάσταρδη το μπάσταρδο
      γενική του μπάσταρδου της μπάσταρδης του μπάσταρδου
    αιτιατική τον μπάσταρδο την μπάσταρδη το μπάσταρδο
     κλητική μπάσταρδε μπάσταρδη μπάσταρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπάσταρδοι οι μπάσταρδες τα μπάσταρδα
      γενική των μπάσταρδων των μπάσταρδων των μπάσταρδων
    αιτιατική τους μπάσταρδους τις μπάσταρδες τα μπάσταρδα
     κλητική μπάσταρδοι μπάσταρδες μπάσταρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

μπάσταρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαστάρδος < βενετική bastardo < μεσαιωνική λατινική bastardus < φραγκικά *bāst < πρωτογερμανική *banstuz ‎(δεσμός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰendʰ- ‎(δένω)

  Επίθετο

μπάσταρδος, -η, -ο

  1. (μειωτικό) γεννημένος από μη νόμιμο γάμο
     συνώνυμα: νόθος
  2. γεννημένος από γονείς που προέρχονται από διαφορετική φυλή
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) γενικότερος αρνητικός χαρακτηρισμός για κάποιον
  4. (μεταφορικά, σπάνιο) γενικότερος θετικός χαρακτηρισμός για κάποιον
  5. (σπάνιο) μπασταρδεμένος

  Ουσιαστικό

μπάσταρδος αρσενικό

Συγγενικά

  Μεταφράσεις