Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπίλια οι μπίλιες
      γενική της μπίλιας
    αιτιατική την μπίλια τις μπίλιες
     κλητική μπίλια μπίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπίλια < ιταλική bilia / biglia < μέση γαλλική bille < παλαιά γαλλική bille < φραγκική *bikkil < πρωτογερμανική *bikkilaz < *bikkijaną +‎ *-ilaz

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπίλια θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία