Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσακώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τσακώνω με διαφορετική σημασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡saˈko.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κώ‐νο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

τσακώνομαι, π.αόρ.: τσακώθηκα, μτχ.π.π.: τσακωμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία