μπίλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπίλι ουδέτερο
- (ελληνοαμερικανικά) ο λογαριασμός
- ↪ Μου ήρθε ένα μπίλι διακόσια δολάρια για το ηλεκτρικό.
- (ελληνοαμερικανικά) το τιμολόγιο
- ↪ Μόλις τελείωσε τη δουλειά, μου έδωσε και το μπίλι να πληρώσω την κομπανία.