bill
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bill | bills |
Ουσιαστικό επεξεργασία
bill (en)
- ο λογαριασμός, ένα έγγραφο που δείχνει πόσα χρωστάω σε κάποιον για αγαθά ή υπηρεσίες
- ↪ the electricity/hotel bill - ο λογαριασμός του ηλεκτρικού/του ξενοδοχείου
- ο λογαριασμός σε ένα εστιατόριο
- (αμερικανική σημασία) το χαρτονόμισμα
- το νομοσχέδιο, σχέδιο νόμου
- ↪ The bill on education incited violent reactions.
- Το νομοσχέδιο για την παιδεία ξεσήκωσε βίαιες αντιδράσεις.
- ↪ The bill on education incited violent reactions.