Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογαριασμός οι λογαριασμοί
      γενική του λογαριασμού των λογαριασμών
    αιτιατική τον λογαριασμό τους λογαριασμούς
     κλητική λογαριασμέ λογαριασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογαριασμός < λογαριάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογαριασμός αρσενικό

  1. εκτέλεση πράξεων
    κάνω το λογαριασμό
  2. αρχείο χρηματοπιστωτικών πράξεων
    λογαριασμός τράπεζας
  3. απολογισμός, λογοδοσία (δίνω λογαριασμό)
    δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία