Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπάσταρδη < θηλυκό του μπάσταρδος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπάσταρδη θηλυκό

→ δείτε τη λέξη μπάσταρδος

  Μεταφράσεις επεξεργασία