μούσκαρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μούσκαρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μούσκαρι ουδέτερο
- (φυτό) βολβώδες μονοκοτυλήδονο καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των Ασπαραγοειδών. Έχει πυκνές αιχμές κυανού χρώματος, με το σχήμα των λουλουδιών του να μοιάζουν με τσαμπιά σταφυλιών την Άνοιξη.