μουσικοκριτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μουσικοκριτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την κριτική μουσικών έργων ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτική
- (ουσιαστικοποιημένο) μουσικοκριτικός
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουσικοκριτικός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου μουσικοκριτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουσικοκριτικός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μουσικοκριτικός
|