Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουνόπανο τα μουνόπανα
      γενική του μουνόπανου των μουνόπανων
    αιτιατική το μουνόπανο τα μουνόπανα
     κλητική μουνόπανο μουνόπανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

μουνόπανο < μουν(ί) + -ό- + παν(ί) + -ο

  Προφορά

ΔΦΑ : /muˈno.pa.no/

  Ουσιαστικό

μουνόπανο ουδέτερο

  1. (χυδαίο) σερβιέτα
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) υβριστικός χαρακτηρισμός για κάποιον που μας έβλαψε

  Μεταφράσεις