Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μουνόπανο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Προβολή κώδικα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μουνόπαν
ο
τα
μουνόπαν
α
γενική
του
μουνόπαν
ου
των
μουνόπαν
ων
αιτιατική
το
μουνόπαν
ο
τα
μουνόπαν
α
κλητική
μουνόπαν
ο
μουνόπαν
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
μουνόπανο
<
μουν(ί)
+
-ό-
+
παν(ί)
+
-ο
Προφορά
ΔΦΑ
: /
muˈno.pa.no
/
Ουσιαστικό
μουνόπανο
ουδέτερο
(
χυδαίο
)
σερβιέτα
(
μεταφορικά
,
μειωτικό
)
υβριστικός
χαρακτηρισμός
για κάποιον που μας έβλαψε
Μεταφράσεις
μουνόπανο
→
δείτε
τη λέξη
σερβιέτα