μονοϋδρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοϋδρικός < μονο- + ύδωρ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monohydrate)
Επίθετο επεξεργασία
μονοϋδρικός
- (χημεία) που αναφέρεται σε χημική ένωση που περιέχει ένα μόνο μόριο νερού ή ένα μόνο ένα μόριο υδροξυλίου (OH) ανά μόριο μιας ουσίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοϋδρικός