μονοφυσίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοφυσίτισσα < μονοφυσίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοφυσίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του μονοφυσίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοφυσίτισσα
|
μονοφυσίτισσα θηλυκό
|