μονοφυσίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοφυσίτης < μεσαιωνική ελληνική Μονοφυσίτης < μονο- + φύσις + ίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοφυσίτης αρσενικό (θηλυκό μονοφυσίτισσα)
Συγγενικά επεξεργασία
- μονοφυσίτισσα
- μονοφυσιτισμός
- μονοφυσιτικός
- → δείτε τις λέξεις μόνος και φύση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοφυσίτης
|