μονομορφηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονομορφηματικός < μονο- + μορφηματικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική monomorphemic
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.no.moɾ.fi.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐μορ‐φη‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
μονομορφηματικός, -ή, ό
- (γλωσσολογία) που έχει μόνον ένα μόρφημα, δεν αναλύεται σε μικρότερα συστατικά μορφήματα
- οι λέξεις έτσι, τώρα, πώς είναι μονομορφηματικές και ταυτόχρονα, ελεύθερα μορφήματα
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις μόρφημα και μορφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονομορφηματικός