Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονομέρεια οι μονομέρειες
      γενική της μονομέρειας των μονομερειών
    αιτιατική τη μονομέρεια τις μονομέρειες
     κλητική μονομέρεια μονομέρειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονομέρεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μονομέρεια < μονομερής < μονο- + μέρ(ος) + -ής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονομέρεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μονομέρει αἱ μονομέρειαι
      γενική τῆς μονομερείᾱς τῶν μονομερειῶν
      δοτική τῇ μονομερεί ταῖς μονομερείαις
    αιτιατική τὴν μονομέρειᾰν τὰς μονομερείᾱς
     κλητική ! μονομέρει μονομέρειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μονομερεί
γεν-δοτ τοῖν  μονομερείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Πηγές επεξεργασία