Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντικειμενικότητα οι αντικειμενικότητες
      γενική της αντικειμενικότητας των αντικειμενικοτήτων
    αιτιατική την αντικειμενικότητα τις αντικειμενικότητες
     κλητική αντικειμενικότητα αντικειμενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικειμενικότητα < αντικειμενικός + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικειμενικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αντικειμενικού, το να είναι κάποιος αντικειμενικός
     αντώνυμα: υποκειμενικότητα
  2. (κατ’ επέκταση) αμεροληψία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία