μονοκατευθυντικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοκατευθυντικός < μονο- + κατευθυντικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unidirectional
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mo.no.ka.te.fθin.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νο‐κα‐τευ‐θυ‐ντι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
μονοκατευθυντικός
- (τεχνολογία) που έχει τη δυνατότητα να κατευθύνει την ενέργεια για την οποία είναι προγραμματισμένος προς μία και μόνη κατευθύνσεις
- ※ Μια άλλη ταξινόμηση των μικροφώνων γίνεται με βάση της ευαισθησίας τους στην κατευθυντικότητα, στο πόσο δηλαδή εστιάζουν στον παραγόμενο ήχο από μια ηχητική πηγή. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό έχουμε τα παγκατευθυντικά (omni-directional), τα δικατευθυντικά (bidirectional) και τα μονοκατευθυντικά (unidirectional).
- Κολισίκας, Σέργιος. Πτυχιακή εργασία (.pdf), Ρέθυμνο: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κρήτης, 2014.
- ※ Μια άλλη ταξινόμηση των μικροφώνων γίνεται με βάση της ευαισθησίας τους στην κατευθυντικότητα, στο πόσο δηλαδή εστιάζουν στον παραγόμενο ήχο από μια ηχητική πηγή. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό έχουμε τα παγκατευθυντικά (omni-directional), τα δικατευθυντικά (bidirectional) και τα μονοκατευθυντικά (unidirectional).
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη κατευθύνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοκατευθυντικός