μινιμαλιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μινιμαλιστικός < μινιμαλισμός
Επίθετο επεξεργασία
μινιμαλιστικός
- ο σχετικός με τον μινιμαλισμό, την τάση να μένει κάποιος στον πυρήνα και στα ουσιωδη απορρίπτοντας το επιπλέον ως φορτίο και περιττό (τάση κυρίως καλλιτεχνική)
- ο σχετικός με το μινιμαλισμό στον τρόπο ζωής, τον απλό αντικαταναλωτικό τρόπος διαβίωσης και τις αντίστοιχες επιλογές
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μινιμαλιστικός