μητάτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μητάτο | τα | μητάτα |
γενική | του | μητάτου | των | μητάτων |
αιτιατική | το | μητάτο | τα | μητάτα |
κλητική | μητάτο | μητάτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μητάτο < μεσαιωνική ελληνική μητᾶτον < λατινική metatum, ουδέτερο του metatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος metor < meta < πρωτοϊταλική *mētā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /miˈta.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐τά‐το
Ουσιαστικό επεξεργασία
μητάτο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) μικρό βοηθητικό αγροτικό οικοδόμημα, όπου γεωργοί και κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούν ως προσωρινό κατάλυμα και για διάφορες εργασίες
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- Μητάτα (τοπωνύμιο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μητάτο στη Βικιπαίδεια