μηλωτή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηλωτή | οι | μηλωτές |
γενική | της | μηλωτής | των | μηλωτών |
αιτιατική | τη | μηλωτή | τις | μηλωτές |
κλητική | μηλωτή | μηλωτές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηλωτή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μηλωτή (δέρμα προβάτου ή κριαριού) < μῆλον (πρόβατο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηλωτή θηλυκό
- (λόγιο, παρωχημένο) προβιά, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα προβάτου
- πανωφόρι ή κάλυμμα των ώμων από χοντρό δέρμα ζώου
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηλωτή
|
Πηγές επεξεργασία
- μηλωτή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μηλωτή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)