Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηλωτή οι μηλωτές
      γενική της μηλωτής των μηλωτών
    αιτιατική τη μηλωτή τις μηλωτές
     κλητική μηλωτή μηλωτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλωτή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μηλωτή (δέρμα προβάτου ή κριαριού) < μῆλον (πρόβατο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηλωτή θηλυκό

  1. (λόγιο, παρωχημένο) προβιά, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα προβάτου
  2. πανωφόρι ή κάλυμμα των ώμων από χοντρό δέρμα ζώου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία