προβιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προβιά | οι | προβιές |
γενική | της | προβιάς | των | προβιών |
αιτιατική | την | προβιά | τις | προβιές |
κλητική | προβιά | προβιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προβιά θηλυκό
- το δέρμα προβάτου