μεφιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεφιτικός < γαλλική méphitique
Επίθετο επεξεργασία
μεφιτικός
- που αποπνέει μια δυσάρεστη μυρωδιά
- που προκαλεί αποστροφή
- δηλητηριώδης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεφιτικός