Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετουσίωση οι μετουσιώσεις
      γενική της μετουσίωσης* των μετουσιώσεων
    αιτιατική τη μετουσίωση τις μετουσιώσεις
     κλητική μετουσίωση μετουσιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετουσιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετουσίωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μετουσίωσις < μετουσιώνω < μετά + ουσία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.tuˈsi.o.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐του‐σί‐ω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετουσίωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία