μεταχειρισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταχειρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεταχειρίζομαι
Προφορά επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
μεταχειρισμένος, -η, -ο
- που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, που δεν είναι καινούργιος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι και χέρι