Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετασκευή οι μετασκευές
      γενική της μετασκευής των μετασκευών
    αιτιατική τη μετασκευή τις μετασκευές
     κλητική μετασκευή μετασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετασκευή < ελληνιστική κοινή μετασκευή < αρχαία ελληνική μετασκευάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετασκευή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετασκευάζω
  2. (ειδικότερα, ναυτικός όρος) η οποιαδήποτε μετατροπή συμβεί σ’ ένα πλοίο μετά την ολοκλήρωση της ναυπήγησης και καθέλκυσής του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία