μετασκευή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετασκευή < ελληνιστική κοινή μετασκευή < αρχαία ελληνική μετασκευάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετασκευή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετασκευάζω
- (ειδικότερα, ναυτικός όρος) η οποιαδήποτε μετατροπή συμβεί σ’ ένα πλοίο μετά την ολοκλήρωση της ναυπήγησης και καθέλκυσής του
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μετασκευή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετασκευή