καθέλκυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καθέλκυση | οι | καθελκύσεις |
γενική | της | καθέλκυσης* | των | καθελκύσεων |
αιτιατική | την | καθέλκυση | τις | καθελκύσεις |
κλητική | καθέλκυση | καθελκύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθελκύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καθέλκυση θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθελκύω