μεταπωλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταπωλητής αρσενικό (θηλυκό μεταπωλήτρια)
- (επάγγελμα) εταιρεία ή άτομο (έμπορος), που αγοράζει αγαθά ή υπηρεσίες με σκοπό τη πώλησή τους και όχι την κατανάλωση ή τη χρήση τους
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταπωλητής