Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταπωλητής οι μεταπωλητές
      γενική του μεταπωλητή των μεταπωλητών
    αιτιατική τον μεταπωλητή τους μεταπωλητές
     κλητική μεταπωλητή μεταπωλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταπωλητής < μεταπωλώ + -τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταπωλητής αρσενικό (θηλυκό μεταπωλήτρια)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία