μεταξοτύπης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταξοτύπης < μεταξοτυπία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ta.kso.ˈti.pis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξο‐τύ‐πης
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταξοτύπης αρσενικό
- (τυπογραφία) τυπογράφος που ασχολείται με την μεταξοτυπία
Συγγενικά επεξεργασία
- μεταξοτυπία
- → δείτε τις λέξεις μετάξι και τύπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταξοτύπης