Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τυπογράφος οι τυπογράφοι
      γενική του/της τυπογράφου των τυπογράφων
    αιτιατική τον/την τυπογράφο τους/τις τυπογράφους
     κλητική τυπογράφε τυπογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυπογράφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυπογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία