μεταναισθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταναισθητικός < μετα- + αναισθητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική postanesthesia)
Επίθετο επεξεργασία
μεταναισθητικός
- (ιατρική) που αφορά το χρονικό διάστημα μετά την αναισθησία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταναισθητικός