Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεταθεραπευτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μεταθεραπευτικ
ός
η
μεταθεραπευτικ
ή
το
μεταθεραπευτικ
ό
γενική
του
μεταθεραπευτικ
ού
της
μεταθεραπευτικ
ής
του
μεταθεραπευτικ
ού
αιτιατική
τον
μεταθεραπευτικ
ό
τη
μεταθεραπευτικ
ή
το
μεταθεραπευτικ
ό
κλητική
μεταθεραπευτικ
έ
μεταθεραπευτικ
ή
μεταθεραπευτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μεταθεραπευτικ
οί
οι
μεταθεραπευτικ
ές
τα
μεταθεραπευτικ
ά
γενική
των
μεταθεραπευτικ
ών
των
μεταθεραπευτικ
ών
των
μεταθεραπευτικ
ών
αιτιατική
τους
μεταθεραπευτικ
ούς
τις
μεταθεραπευτικ
ές
τα
μεταθεραπευτικ
ά
κλητική
μεταθεραπευτικ
οί
μεταθεραπευτικ
ές
μεταθεραπευτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεταθεραπευτικός
<
μετα-
+
θεραπευτικός
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
follow-up
)
Επίθετο
επεξεργασία
μεταθεραπευτικός
που
ακολουθεί
μια
θεραπεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεταθεραπευτικός
αγγλικά
:
follow-up
(en)