Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταθανάτιος η μεταθανάτιη το μεταθανάτιο
      γενική του μεταθανάτιου της μεταθανάτιης του μεταθανάτιου
    αιτιατική τον μεταθανάτιο τη μεταθανάτιη το μεταθανάτιο
     κλητική μεταθανάτιε μεταθανάτιη μεταθανάτιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταθανάτιοι οι μεταθανάτιες τα μεταθανάτια
      γενική των μεταθανάτιων των μεταθανάτιων των μεταθανάτιων
    αιτιατική τους μεταθανάτιους τις μεταθανάτιες τα μεταθανάτια
     κλητική μεταθανάτιοι μεταθανάτιες μεταθανάτια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταθανάτιος < φράση μετά θάνατον + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

μεταθανάτιος -α/-ος -ο

  1. μετά το θάνατο
    μεταθανάτια ζωή
  2. για κάτι που συμβαίνει μετά τον θάνατο κάποιου· μετά θάνατον
    το έργο του Βαν Γκογκ γνώρισε μεταθανάτια αναγνώριση

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία