μεταβλητότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταβλητότητα < μεταβλητός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταβλητότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα τού μεταβλητού
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταβλητότητα
μεταβλητότητα θηλυκό