μετάφρενον
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετάφρενον < αρχαία ελληνική μετάφρενον < μετά + φρήν
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετάφρενον ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετάφρενον
μετάφρενον ουδέτερο