Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωμοπλάτη οι ωμοπλάτες
      γενική της ωμοπλάτης των ωμοπλατών
    αιτιατική την ωμοπλάτη τις ωμοπλάτες
     κλητική ωμοπλάτη ωμοπλάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωμοπλάτη < αρχαία ελληνική ὠμοπλάτη
 
Όψη των οστών του θώρακα από πίσω· διακρίνονται οι δύο τριγωνικές ωμοπλάτες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωμοπλάτη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία