Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάταξη οι μετατάξεις
      γενική της μετάταξης* των μετατάξεων
    αιτιατική τη μετάταξη τις μετατάξεις
     κλητική μετάταξη μετατάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετατάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάταξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετάταξις < αρχαία ελληνική μετατάσσω < μετά + τάσσω. Συγχρονικά αναλύεται σε μετά- + τάξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάταξη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία