Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόσπαση οι αποσπάσεις
      γενική της απόσπασης* των αποσπάσεων
    αιτιατική την απόσπαση τις αποσπάσεις
     κλητική απόσπαση αποσπάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσπάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόσπαση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόσπαση θηλυκό

  1. το ξεκόλλημα, η αφαίρεση ενός αντικειμένου από το όλον
    απόσπαση αρχαιοτήτων για μεταφορά και ανάδειξή τους σε άλλη τοποθεσία
  2. ο αποχωρισμός
  3. η προσωρινή μετάθεση κάποιου υπαλλήλου, αξιωματικού ή υπαξιωματικού μακριά από την οργανική του θέση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία