détachement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
détachement | détachements |
détachement (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) το άγημα, το απόσπασμα
- η απόσπαση
ενικός | πληθυντικός |
détachement | détachements |
détachement (fr) αρσενικό