μεσοφυλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσοφυλικός αρσενικό (θηλυκό: μεσοφυλική)
- (νεολογισμός) αυτός που έχει και αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά του φύλου του
Επίθετο επεξεργασία
μεσοφυλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αφορά όποιον έχει και αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά του φύλου του ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- Εντυπωσιάστηκα από την απόφασή της να υπερασπιστεί τα μεσοφυλικά παιδιά για να τους δώσει την ευκαιρία να αποφασίσουν μόνα τους για το σώμα τους, σε αντίθεση με την περίπτωση της Χάνε και της οικογένειάς της (και πολλών άλλων) που δεν είχαν επιλογές και πληροφόρηση. (*)