μεσοκοιλιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεσοκοιλιακός < μεσο- + κοιλιακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interventricular[1])
Επίθετο επεξεργασία
μεσοκοιλιακός
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσοκοιλιακός
- ↑ μεσοκοιλιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)