Δείτε επίσης: Μεσαίωνας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσαίωνας οι μεσαίωνες
      γενική του μεσαίωνα των μεσαιώνων
    αιτιατική τον μεσαίωνα τους μεσαίωνες
     κλητική μεσαίωνα μεσαίωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσαίωνας < καθαρεύουσα μεσαίων < μέσος + αἰών, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Moyen Âge

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈse.o.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐σαί‐ω‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσαίωνας αρσενικό

  1. (ιστορία) οι μεσαίοι χρόνοι, η χρονική περίοδος από το τέλος της αρχαιότητας έως τα νεότερα χρόνια
  2. (ειδικότερα) για την ευρωπαϊκή ιστορία → δείτε τη λέξη Μεσαίωνας
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) η κατάσταση της οπισθοδρόμησης και του σκοταδισμού

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία